- σκληρότης
- σκληρότηςhardnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληροτήτων — σκληρότης hardness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότησι — σκληρότης hardness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότησιν — σκληρότης hardness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότητα — σκληρότης hardness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότητας — σκληρότης hardness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότητες — σκληρότης hardness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότητι — σκληρότης hardness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότητος — σκληρότης hardness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
ожещениѥ — ОЖЕЩЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. ожестити: ѥгда како вскочить нѣкто въ градъ д҃шь наши(х). ˫ако навѣтникъ и чюжии. ѥже ѥ||сть гордыи. и в помыслѣ(х) не милу˫а… ли на ѹстремлени˫а попирани˫а и погублени˫а. ли ожещениѥ невспрѧновени˫а. ли въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)